- ὁδηγός
- -οῦ + ὁ N 2 0-0-0-1-4=5 Ezr 8,1; 1 Mc 4,2; 2 Mc 5,15; Wis 7,15; 18,3leader, guide Ezr 8,1; guide (metaph.) Wis 18,3 Cf. LARCHER 1984 465(Wis 7,15); →TWNT
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
ὁδηγός — guide masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδηγός — Στη γεωμετρία προκειμένου για μια επιφάνεια ευθειογενή, Ε, κάθε καμπύλη της επιφάνειας αυτής, που τέμνει κάθε γενέτειρα της σε ένα μόνο σημείο (κάθε μία από τις ευθείες της Ε ονομάζεται μία γενέτειρά της). Έτσι κάθε τομή από επίπεδο μιας… … Dictionary of Greek
οδηγός — ο 1. αυτός που δείχνει το δρόμο, που πάει μπροστά: Χωρίς οδηγό δεν μπορείς να μπεις στα τροπικά δάση. 2. ο πρώτος της παράταξης, της γραμμής: Οδηγός δεξιά, μαρς! (γυμν. παράγγελμα). 3. γενικά ο επικεφαλής ομάδας. 4. αυτός που χειρίζεται, που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὁδηγοί — ὁδηγός guide masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδηγούς — ὁδηγός guide masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδηγέ — ὁδηγός guide masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδηγῷ — ὁδηγός guide masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδηγόν — ὁδηγός guide masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ВЕЛИКАЯ ЛАВРА — Великая Лавра[греч. Μεγίστη Λαύρα τοῦ ἁγίου ᾿Αθανασίου], муж. общежительный, древнейший из существующих мон рей на горе Афон. Первоначально был посвящен Благовещению Божией Матери, в XV в. переименован в честь прп. Афанасия Афонского (ок. 925/30… … Православная энциклопедия
Αναγνωστόπουλος, Πάνος — (Γαργαλιάνοι 1883 – Αθήνα 1964).Γεωπόνος και συγγραφέας. Σπούδασε γεωπονία στο πανεπιστήμιο Γουισκόνσιν των ΗΠΑ, όπου ειδικεύτηκε σε θέματα δενδροκομίας και κηπουρικής. Εργάστηκε αρχικά ως καθηγητής στη Γεωργική Σχολή της Λάρισας και κατόπιν… … Dictionary of Greek
αμαξοδηγός — ο 1. οδηγός άμαξας, ή αμαξιού, αμαξηλάτης 2. οδηγός σιδηροδρομικής αμαξοστοιχίας, μηχανοδηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμαξα ή άμαξι + οδηγός] … Dictionary of Greek